23/2/13

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ




koutipandoras.gr
Του Παναγιώτη Πασπαλιάρη
Γεννήθηκε όταν η Ελλάδα συρόταν από πόλεμο σε πόλεμο. Μεγάλωσε με πόλεμο. Οι πρώτοι όλμοι των Ιταλών έσκασαν στην αυλή του σπιτιού της. Ένας από αυτούς πήρε τον πατέρα της. Σκλήρανε το πετσί της. Κάποτε έχασε ένα παιδί και μια γελάδα. Στεναχωρήθηκε πιο πολύ για την γελάδα. Με τι θα τάιζε τα άλλα τρία της παιδιά; Ιστορίες που μας έλεγαν μικροί και δεν τις πιστεύαμε γιατί για εμάς ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος που είχε γεννηθεί στη γη.
Ζήτησε να μας δει. Παρουσιαστήκαμε ένας – ένας αδιάφοροι μέχρι την ώρα που βουρκώσαμε, ένοχοι που δεν επιστρέψαμε την προσοχή που κάποτε μας έδωσε, ηττημένοι από την πραγματικότητα και το φρικιαστικό της σήμερα. Που λάθεψαν τα τραγούδια που μας έλεγε στην κούνια μας; Πού χάθηκαν οι υποσχέσεις που της δώσαμε μικροί; Τα όνειρά της για εμάς; Έφυγε τελευταία από όλους, χορτασμένη από ζωή, από πίκρες, από έγνοιες. Κι από χαρές. Πρόλαβε 5 δισέγγονα.
Την ταξιδέψαμε εκεί που ήταν κάποτε η ζωή της. Εκεί που η γη μαγνήτιζε την ψυχή της και που κάθε μέρα που περνούσε μακριά της την λογάριαζε σαν κόλαση. Αραιά σπίτια, παρατημένοι κήποι, σκυλιά αγριεμένα. Κάποτε το μέρος αυτό έσφυζε από ζωή. Κάποτε το πέτρινο σχολείο, στην πλατεία Δραπετσώνας, ποτιζόταν τον ιδρώτα μικρών μαθητών που βαριανάσαναν από το διάλειμμα.
Αλήθεια γιατί μας στέρησαν οι δικοί μας αυτόν τον αέρα; Για μια καλύτερη ζωή; Για ένα κλουβί στην πόλη; Για ένα μέλλον πολύωρης ακινησίας κάτω από φώτα φθορίου; Εγκλήματα για τα οποία δεν τιμωρήθηκε κανείς. Το αντίθετο. Τα παιδιά αυτών που τα έκαναν ορίζουν και σήμερα τις δικές μας ζωές. Στεναχωριέσαι που ο τόπος αυτός ερήμωσε από ψυχές, που οι ψυχές συμμαζώχτηκαν σε μπετονένια κολαστήρια. Και τι θες να πεις μ’ αυτό; Θα έλεγε κάποιος με το μυαλό στη θέση του.
Το χώμα σκάφτηκε για να δεχτεί τον ίδιο τον βλαστό του. Όπως εμείς που έχουμε το μυαλό στη θέση του, δεν μπορούμε να σκεφτούμε τι να κάνουμε στον τόπο αυτό, έτσι κι αυτοί, οι εκατοντάδες γέροντες και οι γερόντισσες, παραταγμένοι σε λίγα τετραγωνικά, δεν μπορούσαν να φανταστούν το κουφάρι τους να μη γίνει ένα με το χώμα που τους ανέστησε. Ήταν η μόνη τους επιθυμία. Να τις βράσουν τις πολυτέλειές μας και τις ανέσεις της πόλης.
Κοιτάς τριγύρω σου, παίρνεις λίγες ανάσες ακόμα. Τίποτα δεν έχει χαθεί οριστικά εδώ. Ούτε ο αέρας, ούτε τα νερά, ούτε το χώμα. Τι χρειάζεται αυτός ο τόπος; Νέους οικιστές. Ανθρώπους που δε θα γεμίσουν με ασχήμια τα ρέματα και τις κορφές των λόφων. Μια γενιά που θα γνωρίζει τι έρχεται να κάνει και τι ζωή να στήσει εδώ. Να έρθει, να το αποφασίσει γρήγορα. Τα ξύλα, μια δικιά της χεριά από ξύλα, είναι στο φούρνο και περιμένουν κάποιον να τ’ ανάψει, να φτιάξει ψωμί για να δώσει ζωή σε παιδικά παιχνίδια, σε καινούρια όνειρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου